οπυιητής

οπυιητής
ὀπυιητής, -έω, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. οπυι- τού ενεστ. τού ρ. ὀπυίω πιθ. αντί ενός αμάρτυρου αρχ. *ὀπυστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”